Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, η μνήμη του οποίου τιμάται από μεν τη Δυτική Εκκλησία στις 5 Απριλίου και από δε την Ορθόδοξη στις 6 Απριλίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Ευτύχιος και Ευτυχία.
Ο Ευτύχιος γεννήθηκε το 512 στο χωριό Θεία Κώμη της Φρυγίας κι έζησε επί των αυτοκρατόρων Ιουστινιανού Α’ (527-565), Ιουστίνου Β’ (565 -578) και Τιβερίου (578-582). Από πολύ νωρίς ο θείος του, ο πρεσβύτερος Ησύχιος, τον γαλούχησε στο νάματα της ορθόδοξης πίστης και στη θεολογία. Αργότερα εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στο μοναστήρι της Αμάσειας.
Κατά την παραμονή του στη Βασιλεύουσα εντυπωσίασε με τη συγκροτημένη προσωπικότητά του, το ήθος και τις σπάνιες αρετές του τον Πατριάρχη Μηνά και απέκτησε την εύνοια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’, ο οποίος τον βοήθησε να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο μετά την εκδημία του Μηνά (552).
Από τη νέα του θέση, ο Ευτύχιος ξεδίπλωσε όλα του τα πνευματικά και διοικητικά χαρίσματα, αλλά και την εμμονή του στις ορθόδοξες αλήθειες. Γι’ αυτό και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Ιουστινιανό, όταν ο αυτοκράτορας παρασύρθηκε από την αίρεση των αφθαρτοδοκητών. Για τη στάση του αυτή καθαιρέθηκε και εξορίστηκε για δώδεκα χρόνια.
Επανήλθε στο θρόνο το 577 επί αυτοκράτορος Ιουστίνου Β’ και κοιμήθηκε ειρηνικά το 582.
Απολυτίκιο
Βίον ουράνιον, Πάτερ κτησάμενος, σκεύος επάξιον, ώφθης της χάριτος, λόγω και πράξει βέβαιων, την θείαν σοι χορηγίαν όθεν ιεράτευσας, ισαγγέλως τω Κτίσαντι, ένδοξε Ευτύχιε, Εκκλησίας ωράισμα, ην φύλαττε ταις σαις προστασίαις, πάσης ανάγκης ανωτέραν.